- χοντρόμυαλος
- η , ο тупой, тупоголовый, тупоумный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χοντρόμυαλος — η, ο, Ν χαζός, χοντροκέφαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοντρ(ο) * + μυαλό (πρβλ. στενό μναλος)] … Dictionary of Greek
χοντρ(ο)- — και χονδρ(ο) Ν α συνθετικό λ. τής Νέας Ελληνικής το οποίο ανάγεται στο επίθετο χοντρός / χονδρός και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες, οι περισσότερες από τις οποίες απαντούν και στο επίθετο χοντρός: α) «παχύς, ευτραφής, μεγαλόσωμος, ογκώδης»… … Dictionary of Greek
χοντροκέφαλος — η, ο 1. αυτός που έχει χοντρό κεφάλι. 2. ισχυρογνώμονας, ξεροκέφαλος. 3. χοντρόμυαλος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)